- ζιγνῶσαι
- ζιγνῶσαι· σκυθρωπάσαι, EM411.52, Hsch. (ζικν- cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζιγνώσαι — ζιγνῶσαι (Α) (κατά τον Ησύχ. και το Ετυμ. Μέγ.) «σκυθρωπᾱσαι» (κώδ. «ζικνῶσαι») … Dictionary of Greek